- διαμυκτηρίζω
- διαμυκτηρίζω (Α) [μυκτηρίζω]μυκτηρίζω υπερβολικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμυκτηρίσαι — διαμυκτηρίζω aor inf act διαμυκτηρίσαῑ , διαμυκτηρίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμυκτηρίζητε — διαμυκτηρίζω pres subj act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμυκτηρίζοιντο — διαμυκτηρίζω pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)